- ολβιοεργός
- ὀλβιοεργός, -όν (Α)(ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο-εργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλβιοεργόν — ὀλβιοεργός making happy masc/fem acc sg ὀλβιοεργός making happy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek